χαλές

χαλές
ο, Ν
1. αποχωρητήριο
2. μτφ. (για πρόσ.) ελεεινός, βρομερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλβαν. hale < τουρκ. halā].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χαλές — ο (λ. αλβαν.) 1. αποχωρητήριο, απόπατος. 2. άνθρωπος ρυπαρός, αξιοκαταφρόνητος: Τι κάθεσαι και μιλάς μ αυτόν το χαλέ; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”